γαϊγίλντισμα
(ουσ. ουδ.)
γαΐλντημα
[ɣaˈildima]
Φάρασ.
Από τον αμάρτ. τύπ. γαϊλντώ του ρ. γαϊγιλιντίζω, όπου και τύπ. γαϊλντίζου.
Υποστήριξη
Συνών.
αρκάς :2