γαζελιώνα
(ουσ. θηλ.)
γαζαλιώνα
[ɣazaˈʎona]
Ποτάμ., Σινασσ.
Από το ουσ. γαζέλι, όπου και τύπ. γαζάλι, και το παραγωγ. επίθ.%i -ώνας.
Aποθήκη με ξερόφυλλα ως τροφή για τα ζώα
ό.π.τ.