γαγιουρντώ
(ρ.)
γαγιουρντώ
[ɣaʝurˈdo]
Σινασσ.
γαγιουρτώ
[ɣaʝurˈto]
Σινασσ.
Από τον αορ. kayıdırdı του τουρκ. ρ. kayıdırmak = κάνω κάποιον να γλιστρήσει, με απλοπ. της συλλαβής -di-.