γαβουσμάς
(ουσ. αρσ.)
γαβουσ̑μάς
[ɣavuˈʃmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kavuşma = συνάντηση.
1. Αντάμωση, συνάντηση
Συνών.
γαβούστημα, ογρατιέσιμο, Αντίθ
χωρισιά :1
2. Ένωση