γαβουνόκκο
(ουσ. ουδ.)
γαουνόκκου
[ɣauˈnoku]
Φάρασ.
Από το ουσ. γαβούνι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
γαβούνι
Πεπονάκι, μικρό πεπόνι.