γαβράστημα
(ουσ. ουδ.)
γαβράστημα
[ɣaˈvrastima]
Μισθ.
γαβράστι̂σμα
[ɣaˈvrastɯzma]
Αξ.
Από το ρ. γαβραντώ, όπου και γαβραστώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.