γαβλατίζω
(ρ.)
γαβλατίζω
[ɣavlaˈtizo]
Φάρασ.
γαβλατίζου
[ɣavlaˈtizu]
Φάρασ.
γαβλατώου
[ɣavlaˈtou]
Φάρασ.
Αόρ.
γαβλάτ'σα
[ɣaˈvlatsa]
Φάρασ.
Μτχ.
γαβλατημένου
[ɣavlaˈtimenu]
Φάρασ.
Από τον αορ. kavladı του τουρκ. ρ. kavlamak = ξεφλουδίζω.
1. Ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω
Συνών.
καθαρίζω :2, μπελντίζω, πακλατίζω
2. Γδέρνω
Συνών.
γδέρνω