ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαβλατίζω (ρ.) γαβλατίζω [ɣavlaˈtizo] Φάρασ. γαβλατίζου [ɣavlaˈtizu] Φάρασ. γαβλατώου [ɣavlaˈtou] Φάρασ. Αόρ. γαβλάτ'σα [ɣaˈvlatsa] Φάρασ. Μτχ. γαβλατημένου [ɣavlaˈtimenu] Φάρασ. Από τον αορ. kavladı του τουρκ. ρ. kavlamak = ξεφλουδίζω.
1. Ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω Συνών. καθαρίζω :2, μπελντίζω, πακλατίζω
2. Γδέρνω Συνών. γδέρνω