καθαρίζω
(ρ.)
καθαρίζω
[kaθaˈrizo]
Ανακ.
καθαρίζου
[kaθaˈrizu]
Μισθ.
κασαρίζου
[kasaˈrizu]
Σίλ.
καχερίζου
[kaçeˈrizu]
Μισθ.
καγερίζω
[kaʝeˈrizo]
Αξ.
καερίζω
[kaeˈrizo]
Αραβαν.
κ͑αερίζου
[kʰaeˈrizu]
Μισθ.
κεερίζου
[ceeˈrizu]
Μισθ.
καθερώ
[kaθeˈrο]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
καχερώ
[kaçeˈrο]
Γούρδ.
κατερώ
[kateˈro]
Σίλατ., Φερτάκ.
κασαρώ
[kasaˈrο]
Σίλ.
καερώ
[kaeˈrο]
Αραβ.
κεερώ
[ceeˈro]
Μισθ.
Παρατατ.
καθέρανα
[kaˈθerana]
Ποτάμ.
καθάριζα
[kaˈθariza]
Μισθ.
Αόρ.
καθάρισα
[kaˈθarisa]
Ανακ.
καθέρ’σα
[kaˈθersa]
Σινασσ., Τελμ.
κ͑αέρ’σα
[kʰaˈersa]
Μισθ.
Μεταγν. ρ. καθαρίζω. Για την τροπή του [a] σε [e], βλ. Dawkins (1916: 65). Οι τύπ. καχερίζω, καχερώ λόγω της συστηματικής τροπής του [θ] > [ç] (βλ. Ανδριώτης 1848: 29). Οι τύπ. σε -ώ με μεταπλ. καθώς οι αόρ. των ρημάτων -ίζω και -ώ συμπίπτουν φωνητικώς.
1. Καθαρίζω κάτι αφαιρώντας τα άχρηστα ή την βρωμιά
ό.π.τ.
:
Καθαρίζουμ’ το τ͑αρλά
(Καθαρίζουμε το χωράφι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Καθαρίζου τα χορτάρια
(Καθαρίζω τα χόρτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πήρα κι ένα τοκάτσ̑ι τα σ̑έρια μου, έζισε τ' νιαρό μ', τοκουσ̑λάισα, κασάρισα τα ρούχα μου
(Πήρα κι έναν κόπανο στα χέρια μου, ζεστάθηκε το νερό μου, κοπάνησα, καθάρισα τα ρούχα μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παίν’ γκάχεται 'ς ξυλιού τη ρίζα κόγια να τα καγερίσ’ τα σταφίγες
(Πάει και κάθεται στην ρίζα του δέντρου τάχα να καθαρίσει τις σταφίδες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ’ Αγια-Βαρβάρας καθέραναμ’ κόλλυβα, σιτάρι
(Της Αγίας Βαρβάρας καθαρίζαμε κόλλυβα, σιτάρι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Σπίτ' 'τουν ερόδουσι, καθάριζιτ' ναυλιές
(Όταν ερχόσουν στο σπίτι, καθαρίζατε τις αυλές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
πακλατίζω, παστρεύω
2. Ξεφλουδίζω κάτι
Αξ., Αραβαν., κ.α., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
:
Καθέρ’σεν και τ’ άλλο το πορτακάλ’
(Ξεφλούδισε και το άλλο πορτοκάλι)
Τελμ.
-Dawk.
Κασάρισ’ ρυό αβγά να τρώμι
(Καθάρισε δύο αβγά να φάμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τοπλάνταναν τα κονξούδε, καθάρ'ζαν τα παχλά και τα φακούδια
(Μαζεύονταν οι οικείοι, καθάριζαν τα φασόλια και τις φακές)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γαβλατίζω, μπελντίζω, πακλατίζω
3. Εξοντώνω, καταστρέφω
Ανακ., Αξ.
:
Τσ̑εκιργκέ όλα τα χόρτα καθάρισαν τα
(Οι ακρίδες όλα τα χόρτα τα κατέστρεψαν )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
παστρεύω