καζάντισμα
(ουσ. ουδ.)
καζάνdημα
[kaˈzandima]
Μαλακ.
γαζάνdημα
[ɣaˈzandima]
Μισθ.
Από το ρ. καζαντίζω, όπου και τύπ. γαζανdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. καζαντίζω, το κέρδος.
ό.π.τ.
:
Ντου γαζάνdημα σ' τι 'δουν;
(Ποιο ήταν το κέρδος σου;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
απολαβή :1, διάφορο :1, κιάρι