ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καζάντισμα (ουσ. ουδ.) καζάνdημα [kaˈzandima] Μαλακ. γαζάνdημα [ɣaˈzandima] Μισθ. Από το ρ. καζαντίζω, όπου και τύπ. γαζανdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. καζαντίζω, το κέρδος. ό.π.τ. : Ντου γαζάνdημα σ' τι 'δουν; (Ποιο ήταν το κέρδος σου;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. απολαβή, διάφορο :1, κιάρι
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025