απολαβή
(ουσ. θηλ.)
απολαβή
[apolaˈvi]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἀπολαβή = α) παραλαβή β) απόδοση.
1. Κέρδος
:
Δούλευε χωρίς απολαβή
(Δούλευε χωρίς αμοιβή)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
διάφορο, καζάντισμα, κιάρι
2. Ωφέλεια
Συνών.
χαΐρι