Αποκριά
(ουσ. θηλ.)
Αποκριά
[apokriˈa]
Σινασσ.
'ποκρέ
[poˈkre]
Φάρασ.
Αποκρά
[apoˈkra]
Φάρασ.
Αποκουριά
[apokuˈrʝa]
Αραβαν., Γούρδ.
Αποκιριά
[apociˈrʝa]
Ανακ., Μισθ.
Aπικιριάς
[apiciˈrʝas]
Μισθ.
Πληθ.
Αποκριές
[apοkriˈes]
Σίλ.
Aπικιριές
[apiciˈrʝes]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. Ἀποκριά (< μεσν. επίθ. Ἀπόκρεως (ἐβδομάς) = εβδομάδα κατά την οποία απέχουν από την κατανάλωση κρέατος με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ. Η ουσιαστικοπ. ήδη μεσν.) Οι τύπ. Αποκιριάς και Αποκουριά με επένθ. [i] και [u] αντιστοίχως. Πβ. και την πολυτυπία του ουσ. κρέας, όπου και τύπ. κιριάς.
Αποκριά, οι τελευταίες ημέρες κρεατοφαγίας πριν την νηστεία της Σαρακοστής, και οι σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις
ό.π.τ.
:
Ποιο του μήνα έχουμ' Αποκριἐς;
(Σε ποιες μἐρες του μήνα έχουμ' Αποκριἐς;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Eίχαμε του κράτου Αποκρά και την τυρού
(Eίχαμε την Αποκριά του κρέατος και την τυρινή)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Φρ.
Του κριάτ’ την Αποκιριά
(Του κρέατος την Αποκριά˙ Κατά την δεύτερη εβδομάδα της Αποκριάς, την Κρεατινή ή Κρεοφάγο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Απικιριάς Σάββατου
(Αποκριάς Σάββατο˙ Ψυχοσάββατο)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
κρέας