αποδιάβασμα
(ουσ. ουδ.)
'πιδέβασμα
[piˈðevazma]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀποδιάβασμα = αναβολή ή αποπομπή. Η λ. μόνο στον Αναστασιάδη (2003: 54).