απολήνι
(ουσ. ουδ.)
απολήνι
[apoˈlini]
Σίλ.
'πολήνι
[poˈlini]
Χαλβάντ.
απολήμ'
[apoˈlim]
Σινασσ., Τζαλ.
'πολήμι
[poˈlimi]
Σίλατ.
μπολούμ
[boˈlum]
Ανακ., Σινασσ.
πολούμ
[poˈlum]
Ανακ.
Aπό το μεταγν. ουσ. ὑπολήνιον. Ο τύπ. μπολούμ αντιδάν. από τουρκ. bolum (Tzitzilis 1987α: 131). Οι τύπ. πολήνι-πολήμι σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.