αποκόφτω
(ρ.)
αποκόφτω
[apoˈkofto]
Σινασσ.
'πεκόφτω
[peˈkofto]
Σινασσ.
'πεκόβω
[peˈkovo]
Μαλακ.
Αόρ.
'πέκουψα
[ˈpekupsa]
Μαλακ.
Από το αρχ. ρ. ἀποκόπτω. Ο τύπ. αποκόφτω νεότ. (Λεξ. Πόρτ.)