απόκομμα
(ουσ. ουδ.)
'πέκομμα
[ˈpekoma]
Σινασσ.
Από το ρ. αποκόφτω, όπου και τύπ. 'πεκόφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. ἀπόκομμα = κομμάτι, κομμένο τμήμα. Η σημ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀπόκομμα).
Απογαλακτισμός βρέφους ή ζώου