αποδιαλεγούδια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
αποδιαλεγούδια
[apoðʝaleˈɣuðʝa]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. ἀποδιαλέγω και το παραγωγ. επίθμ. -ούδι.
Ό,τι απομένει από ένα προϊόν, αφού έχουν επιλεγεί και πωληθεί τα καλύτερα