αποκάτω
(επίρρ.)
αποκάτω
[apoˈkato]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ.
αποκάτ'
[apoˈkat]
Μισθ.
απ'κἀτω
[apˈkato]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φλογ.
αφ'κἀτω
[afˈkato]
Αξ.
απ'κἀτου
[apˈkatu]
Σίλ.
απ'κάτ'
[apˈkat]
Καρατζάβ., Μισθ.
'ποκάτω
[poˈkato]
Ανακ., Ουλαγ.
'ποκάτου
[poˈkatu]
Φάρασ., Φκόσ.
'πουκάτου
[puˈkatu]
Σατ., Φάρασ.
απ'τάgω
[apˈtago]
Φλογ.
Από το μεταγν. επίρρ. ἀποκάτω, το οπ. από την συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. κάτω. Ο τύπ. 'ποκάτω μεσν. Ο τύπ. απ'τάgω με αντιμετάθ. [k-t] > [t-k].
Από το κάτω μέρος
ό.π.τ.
:
Ντέλεται σο παλάτι αποκάτω
(Περιφέρεται κάτω από τα παράθυρα του παλατιού)
Ποτάμ.
-Dawk.
Σε περάσουμι Ετάφιο απ'κάτου
(Θα περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μπορεί να έχ' μαγνήτη αποκάτ'
(Μπορεί να έχει μαγνήτη από κάτω του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Βρίσ̑κισ̑κεν ένα τορμπά παράδια σο κιφάλι τ' απ'τάgω
(Έβρισκε (όποτε ξυπνούσε) έναν τορβά παράδες κάτω από το κεφάλι του)
Φλογ.
-Dawk.
Θεκνείνκαμ' μο το ιλενgέρι 'ποκάτω τα κόλλυβα
(Βάζαμε τα κόλλυβα αποκάτω, με το πιάτο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έθακαν τα δαχτυλίδε τουν ’ς ε θάλιν 'πουκάτου
(Έβαλαν τα δαχτυλίδια τους κάτω από μιά πέτρα)
Σατ.
-Παπαδ.
Όλα σ’ ένα λάμbα 'ποκάτω πλέισ̑καν
(όλες κάτω από μιά λάμπα έπλεκαν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κοιμήγε το πελίτ αγάτσ̑ απ’κάτω
(κοιμήθηκε κάτω από τον πλάτανο)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντα παράϊα μούλλουνα μ' ντα σου ντοσ̑άτς απ'κάτ’
(Τα χρήματα τα κρύβαμε κάτω από το στρώμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Χνάρι μ' απ'κάτ'
(Κάτω από το χνάρι μου˙ ταρσός, μετατάρσιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Απ’ τα βόια απ’κάτ’ αραΐζ’νι μουσκάρια
(Κάτω από τα βόδια ψάχνουν μοσχάρια˙ για όσους προσπαθούν να βγάλουν από την μύγα ξύγγι)
Καρατζάβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ234
Σο ινgλίκ' σου 'πουκάτου μ' έσ̑'
(Στην ποδιά σου αποκάτω με έχεις˙ το έλεγαν οι άντρες όταν δέχονταν προσταγές από τις γυναίκες τους )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Σο νιχέρ’ απ'κάτω μη ‘έν-νει και σο βουνί απάνω ας ’έν-νει
(Στην πέτρα από κάτω ας μην είναι και στο βουνό απάνω ας είναι˙ για ταξιδιώτη που αργεί να επιστρέψει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Απ'κάτω πορπατεί
(Από κάτω περπατεί˙ είναι «σιγανό ποταμάκι», ύπουλος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όπσ̑ο τ͑ερ’ να σ̑’κώσ̑εις ηυρίσ̑κεις το αφ'κάτω τ’
(Όποια πέτρα να σηκώσεις τον βρίσκεις από κάτω της˙ για όποιον εμπλέκεται σε πολλές υποθέσεις και έχει πολλές διασυνδέσεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Κι η νιόνυφη ελάλεσεν απ' τα μακνάδι' απ'κάτω
(Κι η νιόνυφη εμίλησε κάτω από το μαγνάδι)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374
Συνών.
απαποκάτω, κάτω