ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απλώτρα (ουσ. θηλ.) απλώτρα [aˈplotra] Σινασσ. αφκώταρα [afˈkotara] Φάρασ. αφκωτάρα [afkoˈtara] Φάρασ. Πληθ. αφκώτερες [afˈkoteres] Φάρασ. Από το ρ. απλώνω (θ. απλω-) και το παραγωγ. επίθμ. -τρα· για την χρήση του επιθμ. αυτού ως δηλωτικού οργάνου αντί δράστη στην Καππ. βλ. Χατζιδάκις (1900: 484). Ο τύπ. αφκώταρα με συστηματική τροπή του συμφωνικού συμπλ. [pl] > [fk] και ανάπτυξη [a] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλ.
1. Απλώστρα, ο φυσικός τόπος για το στέγνωμα ρούχων ή για την έκθεση καρπών στον ήλιο Φάρασ. : Πατείνκαν τα σταφύλε σον πάτο τζ̑αι φκώνκαμε σις αφκώτερες τις σταφίδες (Πάταγαν τα σταφύλια στο πατητήρι και απλώναμε στις απλώστρες τις σταφίδες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παίρκεν τα μο το σεπέτι, μο το κούσι τζ̑αι 'φκένκεν τα σην αφκωτάρα (Τα έπαιρνε με το καλάθι, με την σκάφη (ενν. τα σταφύλια) και τα άπλωνε στην απλώστρα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πβ. απλωταριά
2. Το περιεχόμενο της απλώστρας ό.π.τ. : Τζ̑είνο ήτουνε σταφυλού αφκωτάρα, την έτρωγαν το σ̑ειμώνα και έκαναν χοσάφε (Αυτό ήταν η απλωσιά των σταφυλιών (η σταφίδα), την έτρωγαν τον χειμώνα και έκαναν κομπόστες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.