απλήρωτος ( επίθ.
)
απλέρωτο
[aˈpleroto]
Αξ., Ποτάμ., Φλογ.
απλέρουτου
[aˈplerutu]
Μαλακ., Μισθ.
...
απλός
(επίθ.)
απλός
[aˈplos]
Αραβαν.
Αρχ. επίθ. ἁπλός.
Μόνο στην φρ. απλός Παύλος = αφελής, ανόητος
Αραβαν.