απεσινός
(επίθ.)
απεσ'νού
[apesˈnu]
Μισθ.
απεσ̑’νού
[apeʃˈnu]
Μισθ.
απεσωνού
[apesoˈnu]
Φλογ.
απεστσ̑ινινός
[apestʃiniˈnos]
Σίλ.
απεσ̑ινdζικ'νός
[apeʃindziˈknos]
Σίλ.
Από το επίρρ. απέσω, όπου και τύπ. απέσ’, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός, αναλογ. προς τα επιρρ. σε -ού. Ο τύπ. απεστσ̑ινινός με επαναδρομή του παραγωγ. επιθμ., πβ. εμπροστινός, όπου και τύπ. αμbροστσ̑ινινός Σίλλη.
1. Ως επίθ., εσωτερικός
Μισθ.
:
Νεκκλησ̑άς τ' απεσ̑'νού ντου γιάν'
(Η μέσα μεριά της εκκλησίας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τ’ απεσ̑’νού μ’ μασ̑’τήρα
(Ο εσωτερικός μου μασητήρας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Καρυγιού τ' απεσ'νού τ'
(Το εσωτερικό του καρυδιού, καρυδόψιχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
απέσω
2. Ως επίρρ., μέσα, εσωτερικά
ό.π.τ.
:
Σέμη ντιάβ'λους απεσ'νού τ'
(Μπήκε ο διάβολος μέσα του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νύφ' πάλε μαίνισ̑κεν απεσωνού το σπίτ'
(Η νύφη έμπαινε πάλι μέσα στο σπίτι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ανάμεσα :3, απέσω, μέσα