ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απεκειά (επίρρ.) απεκειά [apeˈca] Αξ. απιτσ̑ά [apiˈtʃa] Μισθ., Φάρασ. απιdζ̑ά [apiˈdʒa] Μισθ., Φκόσ. απεκά [apeˈka] Ουλαγ. επιτσ̑ά [epiˈtʃa] Μισθ. Από το επιρρ. απεκεί, αναλογ. κατά το απεδώ-απεδά. Πβ. και νεότ. επίρρ. ἀπόκειας (βλ. Λεξ. Κριαρ., λ. απεκεί).
1. Ως τοπ. επίρρ., αποκεί ό.π.τ. : Γυρίζοτον απιγιά γκι απεκά (Γύριζε αποδώ κι αποκεί) Ουλαγ. -Κεσ. Έκωσε απιδά, έκωσεν απιτσ̑ά, έδατσ̑εν πουά νομάτοι (Γύρισε αποδώ, γύρισε αποκεί, δάγκωσε πολλούς ανθρώπους, ενν. ο σκύλος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άγρια μαράσ̑κηνα επιτσ̑ά, απ' μάνα μ' δου οικόδεπο τσ̑όδαν, σώρουψα τσ̑ι ποίκα δα (Άγρια δαμάσκηνα από εκεί, από της μάνας μου το οικόπεδο ήταν, μάζεψα και τα έφτιαξα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παίρις ντυό απουγά ντυό επιτσ̑ά (Παίρνεις δύο αποδώ, δύο αποκεί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Aπιτσ̑ά στη μερέ (Από εκεί στην μεριά˙ από εκείνη την μεριά) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. απεκεί, απεκείορτα, αποπεκεί
2. Ως χρον. επίρρ., από εκείνη την στιγμή, ύστερα ό.π.τ. Συνών. απεκεί, σόνγκρα, ύστερα, υστεριανάς