αποπεκεί
(επίρρ.)
αποπιτσ̑εί
[apopiˈtʃi]
Κίσκ., Σατ.
'πομπιτσ̑εί
[pobiˈtʃi]
Φάρασ.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. απεκεί, όπου και τύπ. μπιτσ̑εί.