αποσπερίς
(επίρρ.)
αποσπερίς
[apospeˈris]
Αραβαν., Σινασσ.
Νεότ. επίρρ. ἀποσπερίς, το οπ. από το νεότ. επίρρ. ἀποσπέρα με παραγωγ. επίθμ. -ίς αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -ίς. Η λ. στον Σομ.