αποπάνω
(επίρρ.)
αποπάνω
[apoˈpano]
Κίσκ., Φερτάκ.
'ποπάνω
[poˈpano]
Αφσάρ.
'μποπάνου
[boˈpanu]
Φάρασ.
απαπάνω
[apaˈpano]
Αξ., Ουλαγ., Τελμ.
απαπάν'
[apaˈpan]
Μισθ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀποπάνω, το οπ. από την συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. απάνω.
Από πάνω
ό.π.τ.
:
Α, είχι τσι πρόσουπου απαπάν', α μάλιστα, καϊμάκι
(A, (το γιαούρτι) είχε και πέτσα αποπάνω, α μάλιστα, καϊμάκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Καdέβα απαπάνω
(Kατέβα αποπάνω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Χέκιξαν πένdι έξ κιραμίτια, χέκιξαν χώμα απαπάν'
(Έβαζαν πέντε-έξι κεραμίδια, έβαζαν χώμα αποπάνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Tον αβγάτη κατεβάζει τα 'σ' τ' άβγον 'μποπάνου
(Τον καβαλάρη τον κατεβάζει (το μάτι) από πάνω από το άλογο˙ για ζηλιάρηδες που ματιάζουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
απανωθιό