ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποπάνω (επίρρ.) αποπάνω [apoˈpano] Κίσκ., Φερτάκ. 'ποπάνω [poˈpano] Αφσάρ. 'μποπάνου [boˈpanu] Φάρασ. απαπάνω [apaˈpano] Αξ., Ουλαγ., Τελμ. απαπάν' [apaˈpan] Μισθ. Από το μεσν. επίρρ. ἀποπάνω, το οπ. από την συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. απάνω.
Από πάνω ό.π.τ. : Α, είχι τσι πρόσουπου απαπάν', α μάλιστα, καϊμάκι (A, (το γιαούρτι) είχε και πέτσα αποπάνω, α μάλιστα, καϊμάκι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Καdέβα απαπάνω (Kατέβα αποπάνω) Ουλαγ. -Dawk. Χέκιξαν πένdι έξ κιραμίτια, χέκιξαν χώμα απαπάν' (Έβαζαν πέντε-έξι κεραμίδια, έβαζαν χώμα αποπάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Tον αβγάτη κατεβάζει τα 'σ' τ' άβγον 'μποπάνου (Τον καβαλάρη τον κατεβάζει (το μάτι) από πάνω από το άλογο˙ για ζηλιάρηδες που ματιάζουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απανωθιό