ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποσινάδι (ουσ. ουδ.) Πληθ. αποσινάδια [aposiˈnaðʝa] Σινασσ. αποσινιάδια [aposiˈɲaðʝa] Σινασσ. Από το πρόθμ. από- και το διαλεκτ. ουσ. σινάδι = πίτουρο (ΙΛΝΕ, λ. ἀποσινάδι). Πβ. σινιάζω = κοσκινίζω. Πβ. σινιάζω
1. Τα πολύ λεπτά πίτουρα που μένουν κατά το κοσκίνισμα Πβ. αποσήδι, αποτσάλια, κεπέκι :1
2. Αλεύρι που δεν έχει κοσκινιστεί καλά Σινασσ. Πβ. αλεύρι, γουντουρούς, μιχτανούς, προσάλευρο :1, χαβούτι