γουντουρούς
(ουσ. αρσ.)
γουνdουρούς
[ɣunduˈrus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kunduru = είδος σκληρού εκλεκτού σιταριού (THADS, λ. kunduru).
Καλής ποιότητας αλεύρι
:
|| Παροιμ.
Χούφτα του γουνdουρού τον μπαζλαμά
(Χούφτωσε του αλευριού την μπουγάτσα˙ Ειρωνικά για τους τεμπέληδες )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
αλεύρι, αποσινάδι, μιχτανούς, προσάλευρο :1, χαβούτι