ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουντουρούς (ουσ. αρσ.) γουνdουρούς [ɣunduˈrus] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kunduru = είδος σκληρού εκλεκτού σιταριού (THADS, λ. kunduru).
Καλής ποιότητας αλεύρι : || Παροιμ. Χούφτα του γουνdουρού τον μπαζλαμά (Χούφτωσε του αλευριού την μπουγάτσα˙ Ειρωνικά για τους τεμπέληδες ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. αλεύρι, αποσινάδι, μιχτανούς, προσάλευρο :1, χαβούτι