γούνα
(ουσ. θηλ.)
γούνα
[ˈɣuna]
Ανακ., Μισθ.
qούνα
[ˈquna]
Μαλακ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. γούνα.
Χειμερινό πανωφόρι από γούνα ζώου
ό.π.τ.
:
Φέρισκα 'σ' ση Μπόλ’ γούνες για τα ’ναίκε τουνε
(Έφερναν από την Πόλη γούνες για τις γυναίκες τους)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ
Το qούνα μ’ να το δώκεις σο παπά
(Την γούνα να την δὠσεις στον παπά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Έχω 'να πάππος, και φορών' εφτά qoύνες
(Έχω έναν παππού και φοράει εφτά γούνες˙ το κρεμμύδι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361