ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούνα (ουσ. θηλ.) γούνα [ˈɣuna] Ανακ., Μισθ. qούνα [ˈquna] Μαλακ., Φλογ. Μεσν. ουσ. γούνα.
Χειμερινό πανωφόρι από γούνα ζώου ό.π.τ. : Φέρισκα 'σ' ση Μπόλ’ γούνες για τα ’ναίκε τουνε (Έφερναν από την Πόλη γούνες για τις γυναίκες τους) Ανακ. -ΙΛΝΕ Το qούνα μ’ να το δώκεις σο παπά (Την γούνα να την δὠσεις στον παπά) Φλογ. -ΙΛΝΕ Έχω 'να πάππος, και φορών' εφτά qoύνες (Έχω έναν παππού και φοράει εφτά γούνες˙ το κρεμμύδι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361