γουμπισία
(ουσ. θηλ.)
γουμbισία
[ɣumbiˈsia]
Φάρασ.
Από το ρ. γουμπίζω (θ αορ. γουμπισ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ία.
1. Η πεταλούδα που πετάει γύρω από το φως
2. Πυγολαμπίδα
β.
Προσωνυμία του Αγ. Αρσενίου του Καππαδόκη λόγω της φωτεινότητας των ματιών του
3. Διάττων αστέρας
4. Διαμάντι
:
Το ιμάτιν του γουμbίσκεν αντί γουμbισία
(Το πουκάμισό του έλαμπε σαν διαμάντι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
ελμάσι