γουντουλατώ
(ρ.)
γουdουλατώ
[ɣudulaˈto]
Μισθ.
Από το ουσ. κουντούζης, όπου και τύπ. γουdούζ = λύσσα, λυσσασμένος (< τουρκ. kuduz), και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. και τουρκ. ρ. kuduz olmak = λυσσώ.
Λυσσώ, παθαίνω λύσσα
Συνών.
κουντουρντίζω, λυσσιάζω :1