γούντικο
(ουσ. ουδ.)
γούνdικο
[ˈɣundiko]
Σινασσ.
Πιθ. από το επίθ. κόντικος = κοντός (πβ. κοντογούνι) με επίδρ. της λ. γούνα.
Κοντό τσόχινο πανωφόρι με εσωτερική επένδυση γούνας, τμήμα της σινασσίτικης φορεσιάς.
Πβ.
γουνί