γουνατζάχ
(ουσ. αρσ.)
γουναdζάχ
[ɣunaˈdzax]
Μαλακ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. kınacık = α) η σκουριά (σκωρίαση) β) είδος μυκητίασης με την μορφή καφέ κηλίδων στο φύλλωμα των φυτών.
1. Ως επίθ., μαυρισμένος από το κάρβουνο και κατ' επέκτ. βρώμικος
Συνών.
βρωμιάρης :1, κιοτού :3, μποκλούς, μπουλασίκ :1
2. Καρβουνιάρηδες που έμεναν σε βουνά κοντά στην Μαλακοπή
Πβ.
κομιρτζής