γουνατζάχ
(ουσ. αρσ.)
γουνατζάχ
[ɣunaˈdzax]
Μαλακ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. kınacık = α) σκουριά (σκωρίαση) β) είδος μυκητίασης με την μορφή καφέ κηλίδων στο φύλλωμα των φυτών.
1. Ως επίθ., μαυρισμένος από το κάρβουνο και κατ' επέκτ. βρώμικος
Συνών.
βρωμιάρης, κιοτού, μποκλούς, μπουλασίκ :1, Αντίθ
πάκι, παστρικός :1
2. Καρβουνιάρηδες που έμεναν σε βουνά κοντά στην Μαλακοπή
Πβ.
κομιρτζής
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025