ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουνατζάχ (ουσ. αρσ.) γουνατζάχ [ɣunaˈdzax] Μαλακ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. kınacık = α) σκουριά (σκωρίαση) β) είδος μυκητίασης με την μορφή καφέ κηλίδων στο φύλλωμα των φυτών.
1. Ως επίθ., μαυρισμένος από το κάρβουνο και κατ' επέκτ. βρώμικος Συνών. βρωμιάρης, κιοτού, μποκλούς, μπουλασίκ :1, Αντίθ πάκι, παστρικός :1
2. Καρβουνιάρηδες που έμεναν σε βουνά κοντά στην Μαλακοπή Πβ. κομιρτζής
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025