ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουνατζάχ (ουσ. αρσ.) γουναdζάχ [ɣunaˈdzax] Μαλακ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. kınacık = α) η σκουριά (σκωρίαση) β) είδος μυκητίασης με την μορφή καφέ κηλίδων στο φύλλωμα των φυτών.
1. Ως επίθ., μαυρισμένος από το κάρβουνο και κατ' επέκτ. βρώμικος Συνών. βρωμιάρης :1, κιοτού :3, μποκλούς, μπουλασίκ :1
2. Καρβουνιάρηδες που έμεναν σε βουνά κοντά στην Μαλακοπή Πβ. κομιρτζής