ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάκι (επίθ.) π͑άκ͑ι [ˈpʰakʰi] Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. π͑ατσ̑' [pʰatʃ] Μισθ. πεάτσ̑' [pæatʃ] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. pak = καθαρός (< περσ. pāk), όπου και διαλεκτ. τύπ. pek (THADS, λ. pek I). Πβ. και παλ. περσ. επίθ. pavak = καθαρός, εξαγνισμένος (Nişanyan 2002- 2022: λ. pak).
Καθαρός ό.π.τ. : Λαήνι γιουμώνου τα π͑άκ͑ι νιαρό (Γεμίζω το λαγήνι με καθαρό νερό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πλυναίνκαν τα καό να νάντι πάκα (Τα έπλεναν καλά για να είναι καθαρά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. παστρικός