πάκι
(επίθ.)
π͑άκ͑ι
[ˈpʰakʰi]
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
π͑άτσ̑'
[pʰatʃ]
Μισθ.
πεάτσ̑'
[pæatʃ]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< περσ.) επίθ. pak, όπου και διαλεκτ. τύπ. pek = καθαρός (THADS, λ. pek I).
Καθαρός
ό.π.τ.
:
Λαήνι γιουμώνου τα π͑άκ͑ι νιαρό
(Γεμίζω το λαγήνι με καθαρό νερό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πλυναίνκαν τα καό να νάντι πάκα
(Τα έπλεναν καλά για να είναι καθαρά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
παστρικός :1
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025