ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάκι (επίθ.) π͑άκ͑ι [ˈpʰakʰi] Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. π͑άτσ̑' [pʰatʃ] Μισθ. πεάτσ̑' [pæatʃ] Μισθ. Από το τουρκ. (< περσ.) επίθ. pak, όπου και διαλεκτ. τύπ. pek = καθαρός (THADS, λ. pek I).
Καθαρός ό.π.τ. : Λαήνι γιουμώνου τα π͑άκ͑ι νιαρό (Γεμίζω το λαγήνι με καθαρό νερό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πλυναίνκαν τα καό να νάντι πάκα (Τα έπλεναν καλά για να είναι καθαρά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. παστρικός :1
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025