ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλαγγουλάρια (ουσ. ουδ.) παλαγγουλάρια [palaguˈlarʝa] Σίλ. Από το ουσ. η παραμαγούλα = μαγουλάδες, λ. η οπ. απαντά σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (αρχείο ΙΛΝΕ), βάσει του πληθ. παραμαγουλάδια, με απλοπ. συλλαβής, εναλλαγή υγρού και ομαλή τροπή [ð] > [r] στο επίθμ. του πληθ.
Μαγουλάδες : Ξέβασ̑ι παλαγγουλάρια (Έπαθε μαγουλάδες) Σίλ. -Κωστ.Σ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025