παλαγγουλάρια
(ουσ.)
παλαγγουλάρια
[palaguˈlarʝa]
Σίλ.
Από το ουσ. η παραμαγούλα = μαγουλάδες (λ. που απαντά στην λεξικογραφική παραγωγή του 19ου αι., από πρόθμ. παρα- και ουσ. μάγουλο με παραγωγ. επίθμ. -α) και το παραγωγ. επίθμ. πληθ. -άρια. Πβ. και το διαλεκτ. ουσ. μαγουλάρι = μαγουλάδες (< ουσ. μάγουλο και παραγωγ. επίθμ. -άρι).
Μαγουλάδες
:
Ξέβασ̑ι παλαγγουλάρια
(Έπαθε μαγουλάδες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.