ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλαγγουλάρια (ουσ.) παλαγγουλάρια [palaguˈlarʝa] Σίλ. Από το ουσ. η παραμαγούλα = μαγουλάδες (λ. που απαντά στην λεξικογραφική παραγωγή του 19ου αι., από πρόθμ. παρα- και ουσ. μάγουλο με παραγωγ. επίθμ. ) και το παραγωγ. επίθμ. πληθ. -άρια. Πβ. και το διαλεκτ. ουσ. μαγουλάρι = μαγουλάδες (< ουσ. μάγουλο και παραγωγ. επίθμ. -άρι).
Μαγουλάδες : Ξέβασ̑ι παλαγγουλάρια (Έπαθε μαγουλάδες) Σίλ. -Κωστ.Σ.