ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλάζι (I) (ουσ. ουδ.) παλάζι [paˈlazi] Φάρασ. παλάτζι [paʹladzi] Φάρασ. Πληθ. παλάζε [paʹlaze] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. palaz = νεοσσός.
1. Νεοσσός : Περντιτσ̑ού παλάζι (Νεοσσός πέρδικας) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Ήρτεν του παλαζού η μάνα (Ήρθε η μάνα του νεοσσού) Φάρασ. -Dawk. Ήγρεψε 'α φωλα̈́, παγαίνει να φά τα παλάζε (Είδε μια φωλιά (ενν. το φίδι), πηγαίνει να φάει τους νεοσσούς) Φάρασ. -Dawk. Eδώ γέννα σο κόφα μου, τζ̑αι 'γώ να γροικήσω τούς τζ̑ο πόρ΄κες να βγάλεις παλάτζι (Γέννα εδώ στον κόρφο μου, και εγώ θα καταλάβω πώς δεν μπόρεσες να βγάλεις νεοσσούς) Φάρασ. -Lag.
2. Μτφ., νεογνό, βρέφος ανθρώπου
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025