παλάζι (I)
(ουσ. ουδ.)
παλάζι
[paˈlazi]
Φάρασ.
παλάτζι
[paʹladzi]
Φάρασ.
Πληθ.
παλάζε
[paʹlaze]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. palaz = νεοσσός.
1. Νεοσσός
:
Περντιτσ̑ού παλάζι
(Νεοσσός πέρδικας)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Ήρτεν του παλαζού η μάνα
(Ήρθε η μάνα του νεοσσού)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήγρεψε 'α φωλα̈́, παγαίνει να φά τα παλάζε
(Είδε μια φωλιά (ενν. το φίδι), πηγαίνει να φάει τους νεοσσούς)
Φάρασ.
-Dawk.
Eδώ γέννα σο κόφα μου, τζ̑αι 'γώ να γροικήσω τούς τζ̑ο πόρ΄κες να βγάλεις παλάτζι
(Γέννα εδώ στον κόρφο μου, και εγώ θα καταλάβω πώς δεν μπόρεσες να βγάλεις νεοσσούς)
Φάρασ.
-Lag.
2. Μτφ., νεογνό, βρέφος ανθρώπου
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025