παλάζι (I)
(ουσ.)
παλάζι
[paˈlazi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. palaz = νεοσσός.
Νεοσσός
:
Ήρτεν του παλαζού η μάνα
(Ήρθε η μάνα του νεοσσού)
Φάρασ.
-Dawk.