παλάνι
(ουσ. ουδ.)
π͑αλάνι
[pʰa'lani]
Φάρασ.
παλάν'
[paˈlan]
Αξ., Δίλ., Μισθ.
παλάμ'
[paˈlam]
Μαλακ., Φλογ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. palan = είδος σέλλας.
1. Σαμάρι
Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
:
Παλάν' τσόδουν μι ντέρμα
(Το σαμάρι ήταν από δέρμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα παράια τ'νι μούλλουνάν ντα σα παλάνια απ' κατ να μη ντα πιάσ'νι να 'α πάρ'νι Τούρτσ'
(Τα λεφτά τους τα έκρυβαν αποκάτω από τα σαμάρια να μην τα βρούν να τους τα πάρουνε οι Τούρκοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φόρουσιν γαϊdουριού ντου παλάν'
(Φόρεσε το σαμάρι στο γαΪδούρι του)
Μισθ.
-Μακρ.
Βάλλισκάν ντου στου γαϊdούρ χωρίς παλάν'
(Το έβαζαν πάνω στο γαϊδούρι χωρίς σαμάρι, ενν. το σακκί)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Έθηκε σι παλάμ'
(Σου έβαλε σαμάρι˙ Είναι ανώτερός σου, υπερτερεί)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
εγέρι, σαμάρι
2. Ξίγγλα, η δερμάτινη λουρίδα που συγκρατεί το σαμάρι
Δίλ.