παλαζιτίζω
(ρ.)
παλαζιτίζω
[palaziˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. palazımak = παθαίνω ταχυπαλμία, αγωνιώ (THADS, λ. palazımak II) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σπαρταρώ, αγωνιώ