παλαζιτίζω
(ρ.)
παλαζιτίζω
[palaziˈtizo]
Μαλακ.
παλαζίτ'σα
[palaˈzitsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. palazımak = παθαίνω ταχυπαλμία, αγωνιώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σπαρταρώ, αγωνιώ
Συνών.
δέρνω :2, λαχταρίζω :1, τεπελεντίζω :1, τσαρπιντίζω, τσιρπουντίζω
Τροποποιήθηκε: 15/05/2025