ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δέρνω (ρ.) δέρνω [ˈðerno] Σινασσ. Παθ. δέρνομαι [ˈðernome] Σινασσ. Μεσν. ρ. δέρνω, το οπ. από το αρχ. ρ. δέρω.
1. Βασανίζω, ταλαιπωρώ : || Παροιμ. Αλί 'ς τον δέρνουν άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του (Αλίμονο σε όποιον τον δέρνουν οι άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του˙ όποιος δεν ελέγχει τον εαυτό του θα υποστεί συνέπειες) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κουράζω :2, σουρουντουρντίζω, τζιγαρίζομαι :1, τσαστεύω, τυραννίζω
2. Αγωνιώ, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι : || Φρ. Δέρνομαι και παραδέρνομαι (Βασανίζομαι και παραβασανίζομαι˙ αγωνιώ πάρα πολύ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. τσαπαλαντίζω :1