δέρνω
(ρ.)
δέρνω
[ˈðerno]
Σινασσ.
Παθ.
δέρνομαι
[ˈðernome]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. δέρνω, το οπ. από το αρχ. ρ. δέρω.
1. Βασανίζω, ταλαιπωρώ
:
|| Παροιμ.
Αλί 'ς τον δέρνουν άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του
(Αλίμονο σε όποιον τον δέρνουν οι άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του˙ όποιος δεν ελέγχει τον εαυτό του θα υποστεί συνέπειες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κουράζω :2, σουρουντουρντίζω, τζιγαρίζομαι :1, τσαστεύω, τυραννίζω
2. Αγωνιώ, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι
:
|| Φρ.
Δέρνομαι και παραδέρνομαι
(Βασανίζομαι και παραβασανίζομαι˙ αγωνιώ πάρα πολύ)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
τσαπαλαντίζω :1