ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεξιός (επίθ.) δεξ̑ός [ðeˈkʃos] Μισθ., Σινασσ. ντεξ̑ός [deˈkʃos] Μισθ. δεξ̑ό [ðeˈkʃo] Φλογ. δεξό [ðeˈkso] Φλογ. δεξίος [ðeˈksios] Φάρασ. λοξός [loˈksos] Σίλ. Aρχ. επίθ. δεξιός. Ο τύπ. δεξό από το μεσν. δεξός. O τύπ. δεξίος μεσν. O τύπ. λοξός με τροπή [ð] > [r] και κατοπινή εναλλαγή υγρών [r] > [l] (Kωστάκης 1968: 40). Για τον αναβιβασμό -ιός > -ίος βλ. Χατζιδάκις (1934: 85) και ΙΛΝΕ, λ. δεξιός.
Για δύο ομοειδή πράγματα, αυτός που βρίσκεται προς το δεξιό χέρι του παρατηρητή ό.π.τ. : Σο δεξό το τ͑αράφ' καθούτομαι (Κάθομαι στην δεξιά πλευρά) Φλογ. -ΙΛΝΕ Λοξό μου τ' σ̑έρι (Το δεξιό μου χέρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Απ' του ντεξ̑ό ντου γιάν' (Από την δεξιά μεριά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Θα σε έχω δεξ̑ό σ̑έρ' || Φρ. Θα σε έχω δεξιό σ̑έρ' (Θα σε έχω δεξί μου χέρι˙ θα σε έχω βασικό βοηθό μου) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαgαματίdζα
(Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματίτσα)
Σινασσ. -Αρχέλ.