δέργος
(ουσ. αρσ.)
δέργος
[ˈðerɣos]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. διώρυγος, βλ. ΙΛΝΕ, λ. διάργος.
1. Υπόνομος
2. Διώρυγα
3. Τούνελ
4. Η λ. και ως τοπων.