δέρμα
(ουσ.)
δέρμα
[ˈðerma]
Γούρδ., Κίσκ., Μισθ.
δέρμαν
[ˈðerman]
Φάρασ.
ντέρμα
[ˈderma]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ.
Αρχ. ουσ. δέρμα.
1. Γδαρμένο δέρμα ζώου, συνήθ. κατεργασμένο
ό.π.τ.
:
Παλάν τσόδουν μι ντέρμα
(Το σαμάρι ήταν από δέρμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ξεγντείρανε τα έξε πρόβατα, 'φήγανε τα τζ̑ουφάλε τζ̑αι ντα κ͑ουϊρούχε, έμbανε σα δέρματα 'πέσου
(Γδάρανε τα έξι πρόβατα, αφήσανε στην άκρη τα κεφάλια τους και τις ουρές τους, μπήκανε μέσα στις προβιές)
Φάρασ.
-Dawk.
Είχαν προγάτ' ντέρμα, γιαγλάιζάν του μι λίτσικου άλας
(Είχαν προβάτου δέρμα, το άλειφαν με λίγο αλάτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δου ντέρμα γίνιξι ντου χώρια, στομάχ’ γίνιξι ντου χώρια
(Το δέρμα το έδινε χώρια, το στομάχι χώρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Α στσ̑υλ-λί το δέρμαν ντου σερματίζει τα
(Ένα σκυλί το δέρμα του το σέρνει˙ σε περιπτώσεις που αμφισβητείται η ικανότητα κάποιου να συντηρήσει την σύζυγό του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ένα σ̑κυλί ένα ντέρμα σερματά το
(Ένα σκυλί ένα δέρμα μπορεί να το σύρει˙ το ίδιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Απ' ένα πρόβατο ερυό ντέρματα ντε βγαίνουν
(Από ένα πρόβατο δύο δέρματα δεν βγαίνουν˙ δεν μπορείς να αποκομίσεις μεγάλο κέρδος από κάτι περιορισμένο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'σ' τ' αν μπρόβατο δύο δέρματα τζ̑o βγκαίνουν
(Από ένα πρόβατο δύο δέρματα δεν βγαίνουν˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καμπούκι :1, ντερί :1, πετσί :1, πόστι
β.
Δερμάτινος ασκός
Κίσκ., Μισθ.