πόστι
(ουσ. ουδ.)
πόστι
[ˈposti]
Κίσκ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
πόστ'
[post]
Αξ.
Aπό το τουρκ. (< περσ.) ουσ. post = δέρμα. Η λ. Πόντ.
Δέρμαάρι, προβιά
ό.π.τ.
:
Έγδαρεν ο νομάτ' το τζαναβάρι, πήριν το πόστι, δέβασέν τα ση ράσ̑η του
(΄Εγδαρε ο άνθρωπος το θηρίο, πήρε το δέρμα του, το πέρασε στην ράχη του)
Κίσκ.
-Παπαδ.
Του σκολείου τα τσοτσούχα είχαν κοντύλι τζαι πλάκα τζαι αν πόστι· καθούσανdε σο πόστι πάνω σο πάτωμα
(Τα παιδιά του σχολείου είχαν κοντύλι και πλάκα και μιά προβιά· κάθονταν πάνω στην προβιά στο πάτωμα)
Σατ.
-Παπαδ.
Καθούμεστι σου προβάτου τα πόστα
(Καθόμασταν πάνω σε δέρματα προβάτων)
Σατ.
-Παπαδ.
'α ψοφήσει α πομ'νεί το πόστι του
(Θα ψοφήσει, θα απομείνει το τομάρι του)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Μη λες το σίρι σον ντόστη σου, ’α να ’ρτει αν νταρός ’α ’εμώσει άσ̑υρο το πόστι σου
(Μη λες το μυστικό σου στον φίλο σου, θα έρθει ο καιρός που θα γεμίσει με άχυρο το τομάρι σου˙ δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη σε κανένα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τομάρι