ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποστάλι (ουσ. ουδ.) π͑οστάλι [pʰoˈstali] Φάρασ., Φκόσ. Από το νεότ. ουσ. ποστάλι = αρβύλα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. postal = α) στρατιωτική αρβύλα β) είδος δερμάτινου πέδιλου. Η λ. Πόντ.
Είδος δερμάτινης γκέτας ό.π.τ. : Τα ποστάλε λητεύεις τα μο τα γαΐσε (Τις γκέτες τις δένεις με τα λουριά) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371