ποστάλι
(ουσ. ουδ.)
π͑οστάλι
[pʰoˈstali]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το νεότ. ουσ. ποστάλι = αρβύλα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. postal = α) στρατιωτική αρβύλα β) είδος δερμάτινου πέδιλου. Η λ. Πόντ.
Είδος δερμάτινης γκέτας
ό.π.τ.
:
Τα ποστάλε λητεύεις τα μο τα γαΐσε
(Τις γκέτες τις δένεις με τα λουριά)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371