ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποσμούμαι (ρ.) ποσμούμαι [poˈzmume] Φάρασ. Παρατατ. ποσμούμουν [poˈzmumun] Φάρασ. Παθ. ποσμώθα [poˈzmoθa] Φάρασ. Πιθ. από το νεότ. ρ. πεισμώνω, με υποχωρητ. αφομ. [i-o>o-o].
1. Κατσουφιάζω : Ποσμώθ' ο βασιλός τζ̑αι σεστιέσεν πά ποίdζ̑ει (Κατσούφιασε ο βασιλιάς και ήταν σε αμηχανία τι να κάνει) -Θεοδ.Παραδ.
2. Πεισμώνω Συνών. γινατλαντίζω, γινατλαστίζω