ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποστατσής (ουσ. αρσ.) π͑οστατσ̑ής [postaˈtʃis] Φάρασ. πόσταdζης [ˈpostadzis] Σίλ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. postacı= ταχυδρόμος ή υπάλληλος ταχυδρομείου.
Ταχυδρόμος ό.π.τ. : Ήρτε κι ο πόστατζης, έπιασε τα 'τιά μας (Ήρθε και ο ταχυδρόμος, μας έφερε την καλή είδηση) Σινασσ. -Λεύκωμα