ποστατσής
(ουσ. αρσ.)
π͑οστατσ̑ής
[postaˈtʃis]
Φάρασ.
πόσταdζης
[ˈpostadzis]
Σίλ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. postacı= ταχυδρόμος ή υπάλληλος ταχυδρομείου.
Ταχυδρόμος
ό.π.τ.
:
Ήρτε κι ο πόστατζης, έπιασε τα 'τιά μας
(Ήρθε και ο ταχυδρόμος, μας έφερε την καλή είδηση)
Σινασσ.
-Λεύκωμα