ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πόστα (ουσ. θηλ.) π͑όστα [ˈpʰosta] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. Αρσ. π͑οστάς ο [pʰoˈstas] Αφσάρ. Από το νεότ. ουσ. πόστα = α) θέση β) στρατόπεδο γ) ταχυδρομείο (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το ιταλ. ουσ. posta, πβ. και τουρκ. posta = ταχυδρομείο. Η λ. Πόντ.
Ταχυδρομείο ό.π.τ. : Ντώκαμ' ντου σου πόστα (Το παραδώσαμε στο ταχυδρομείο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ας πάγω ας πάρω ασ' την πόστα το χαρτιό μ' (Ας πάω να πάρω από το ταχυδρομείο το γράμμα μου) Σινασσ. -Λεύκωμα Πάρ' εταγιά τα παράδια και άγμε στη πόστα (Πάρε αυτά τα χρήματα και πήγαινε στο ταχυδρομείο) Σινασσ. -Λεύκωμα Έν' ακόμα στο Μισιχώρ', μοιράζ' την πόστα (Είναι ακόμα στη συνοικία του Μεσοχωρίου, διανέμει το ταχυδρομείο) Σινασσ. -Τακαδόπ.