ποταμόπο
(ουσ. ουδ.)
ποταμόπο
[potaˈmopo]
Τζαλ.
Από το ουσ. ποτάμι και το υποκορ. επίθμ. -όπουλο > -όπο.
Ποταμάκι. Η λ. και ως τοπων.