πότος
(ουσ. ουδ.)
πότος
[ˈpotos]
Αξ.
Υποχωρητ. από το ρ. ποτίζω, αναλογ. κατά τα θέρος, μάδος. Πβ. και μεσν. ουσ. ποτός = πὀτισμα. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. ὁ πότος = οινοποσία.
H εποχή (τον Μάιο) κατά την οποία πότιζαν τα χωράφια