ποτσαλατίζω
(ρ.)
ποτσαλατίζω
[potsala'tizo]
Μαλακ.
ποτσ̑αλαγίζου
[potʃalaˈʝizu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. bocalamak = αμφιταλαντεύομαι, σαστίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. pocalamak.
1. Βρίσκομαι σε αμηχανία, τα χάνω
Μαλακ.
2. Ανησυχώ
Σίλ.
:
Παιρί ρεν φάνηκι, αλεφρή του ποτσ̑αλάγισι
(Το παιδί δεν φάνηκε, η αδελφή του ανησύχησε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5