ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτσαλατίζω (ρ.) ποτσαλατίζω [potsala'tizo] Μαλακ. ποτσ̑αλαγίζου [potʃalaˈʝizu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. bocalamak = αμφιταλαντεύομαι, σαστίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. pocalamak.
1. Βρίσκομαι σε αμηχανία, τα χάνω Μαλακ.
2. Ανησυχώ Σίλ. : Παιρί ρεν φάνηκι, αλεφρή του ποτσ̑αλάγισι (Το παιδί δεν φάνηκε, η αδελφή του ανησύχησε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5