ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουγγί (ουσ. ουδ.) πουγγί [puŋɟi] Σινασσ. πουνdζ̑ί [punˈdʒi] Τσαρικ. Από το μεσν. ουσ. πουγγίον.
1. Καπνοσακούλα Τσαρικ.
2. Ποσότητα χρημάτων ίση με μισό γρόσι Σινασσ. : || Παροιμ. -Δεν το θέλω το καμπήλ'- Έχει χίλια πουγγιά. -Φέρ'το (Δεν τη θέλω την καμήλα. Έχει 500 γρόσια. Φέρ'την˙ Αν κάτι φαίνεται ακριβό, το επιθυμούμε κι ας είναι άχρηστο) Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. κεσές