πουγγί
(ουσ. ουδ.)
πουγγί
[puŋɟi]
Σινασσ.
πουνdζ̑ί
[punˈdʒi]
Τσαρικ.
Από το μεσν. ουσ. πουγγίον.
1. Καπνοσακούλα
Τσαρικ.
2. Ποσότητα χρημάτων ίση με μισό γρόσι
Σινασσ.
:
|| Παροιμ.
-Δεν το θέλω το καμπήλ'- Έχει χίλια πουγγιά. -Φέρ'το
(Δεν τη θέλω την καμήλα. Έχει 500 γρόσια. Φέρ'την˙ Αν κάτι φαίνεται ακριβό, το επιθυμούμε κι ας είναι άχρηστο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κεσές