πούθε
(επίρρ.)
πούθε
[ˈpuθe]
Τελμ., Φλογ.
πούτε
[ˈpute]
Φάρασ., Φερτάκ.
πούγε
[ˈpuʝe]
Αξ.
πούγι
[ˈpuʝi]
Μαλακ., Ουλαγ.
πούι
[ˈpui]
Ουλαγ.
πουδ'
[puð]
Σίλ.
πούτ'
[put]
Σίλ.
Από το μεσν. επίρρ. ποῦθεν < αρχ. πόθεν = από πού. Η σημ. με επίδρ. του πού.
1. Ως ερωτηματικό επίρρ., πού;
ό.π.τ.
:
Εκεί τα τρία gϋζέλια πούθε 'νdαι;
(Που είναι εκείνες οι τρεις όμορφες;)
Τελμ.
-Dawk.
-Μάνα σ' πούθε 'ναι;- Φωτίκα πονημένο 'ναι και πήεν εκεί
(-Πού είναι η μάνα σου; -Η Φωτίκα έχει πένθος και πήγε εκεί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πούδ’ έναι;
(Πού είναι;)
Σίλ.
-Dawk.
Πούγε κλώγεις;
(Πού γυρνάς;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εσύ μικρό ένα κορίτσ̑', πούγε πορείς και παίνεις μαναχό σ';
(Εσύ ένα μικρό κορίτσι, πού μπορείς να πας μόνο σου;)
Ανακ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πούγε τα ηύρες εσ̑ύ ετούτα τα παράγια;
(Πού τα βρήκες εσύ αυτά τα λεφτά;)
Αξ.
-Dawk.
Το παιί έπε κι «Πούγι να πας;»· ντο τσ̑ι̂ράq έπε κι «Να πω γώ, ισ̑ύ οπούγι παίνεις»
(Το παιδί είπε ότι: «Πού θα πας;»· ο υπηρέτης είπε ότι «Εγώ θα πάω όπου πας εσύ»)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μεσ'μεριού το ζέστης πούι να πας;
(Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού, πού να πας;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Iτσ̑ά πούι ντα γηύρες;
(Αυτά πού τα βρήκες;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μητέρα μας πούτ' είναι;
(Πού είναι η μητέρα μας;)
Σίλ.
-Pernot.Gall.
Πβ.
πού
2. Σαν τοπ. επίρρ., πουθενά
Φάρασ.
:
Κιοζλετίζω τσ̑αι 'τός πούτε τζ̑ο 'φάνη
(Περιμένω και αυτός δεν φάνηκε πουθενά)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Τσάλτσα τσ̑αι τζ̑οὔδα πούτε το βουρντώνι
(Κοίταξα και δεν είδα πουθενά το μουλάρι)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
'γώ πούτε τζ̑ο πααίνω, 'γώ 'σ' σον τόπα μου τζ̑ο σαλεύω
(Εγώ δεν πάω πουθενά, εγώ δεν κουνάω από τον τόπο μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.