ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πούθε (επίρρ.) πούθε [ˈpuθe] Τελμ., Φλογ. πούτε [ˈpute] Φάρασ., Φερτάκ. πούγε [ˈpuʝe] Αξ. πούγι [ˈpuʝi] Μαλακ., Ουλαγ. πούι [ˈpui] Ουλαγ. πουδ' [puð] Σίλ. πούτ' [put] Σίλ. Από το μεσν. επίρρ. ποῦθεν < αρχ. πόθεν = από πού. Η σημ. με επίδρ. του πού.
1. Ως ερωτηματικό επίρρ., πού; ό.π.τ. : Εκεί τα τρία gϋζέλια πούθε 'νdαι; (Που είναι εκείνες οι τρεις όμορφες;) Τελμ. -Dawk. -Μάνα σ' πούθε 'ναι;- Φωτίκα πονημένο 'ναι και πήεν εκεί (-Πού είναι η μάνα σου; -Η Φωτίκα έχει πένθος και πήγε εκεί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πούδ’ έναι; (Πού είναι;) Σίλ. -Dawk. Πούγε κλώγεις; (Πού γυρνάς;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εσύ μικρό ένα κορίτσ̑', πούγε πορείς και παίνεις μαναχό σ'; (Εσύ ένα μικρό κορίτσι, πού μπορείς να πας μόνο σου;) Ανακ. -Μαυρ.-Κεσ. Πούγε τα ηύρες εσ̑ύ ετούτα τα παράγια; (Πού τα βρήκες εσύ αυτά τα λεφτά;) Αξ. -Dawk. Το παιί έπε κι «Πούγι να πας;»· ντο τσ̑ι̂ράq έπε κι «Να πω γώ, ισ̑ύ οπούγι παίνεις» (Το παιδί είπε ότι: «Πού θα πας;»· ο υπηρέτης είπε ότι «Εγώ θα πάω όπου πας εσύ») Ουλαγ. -Dawk. Μεσ'μεριού το ζέστης πούι να πας; (Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού, πού να πας;) Ουλαγ. -Κεσ. Iτσ̑ά πούι ντα γηύρες; (Αυτά πού τα βρήκες;) Ουλαγ. -Κεσ. Μητέρα μας πούτ' είναι; (Πού είναι η μητέρα μας;) Σίλ. -Pernot.Gall. Πβ. πού
2. Σαν τοπ. επίρρ., πουθενά Φάρασ. : Κιοζλετίζω τσ̑αι 'τός πούτε τζ̑ο 'φάνη (Περιμένω και αυτός δεν φάνηκε πουθενά) Φάρασ. -Λαμπρ. Τσάλτσα τσ̑αι τζ̑οὔδα πούτε το βουρντώνι (Κοίταξα και δεν είδα πουθενά το μουλάρι) Φάρασ. -Λαμπρ. 'γώ πούτε τζ̑ο πααίνω, 'γώ 'σ' σον τόπα μου τζ̑ο σαλεύω (Εγώ δεν πάω πουθενά, εγώ δεν κουνάω από τον τόπο μου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.